- θαλασσοφοβία
- ηνοσηρός, παθολογικός φόβος για τη θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο-* + φοβία. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Μάρκο Ρενιέρη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαλασσοφοβία — η ο φόβος που αισθάνεται κάποιος όταν βλέπει τη θάλασσα: Πάσχει από θαλασσοφοβία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
-φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… … Dictionary of Greek